ιπποκράτειος

ιπποκράτειος
-α, -ο
αυτός που ανήκει στον Ιπποκράτη ή έχει το όνομα του Ιπποκράτη: Ιπποκράτεια ιατρική. – Ιπποκράτειο νοσοκομείο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἱπποκράτειος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιπποκράτειος — α, ο (Α ἱπποκράτειος, α, ον) αυτός που αναφέρεται στον Ιπποκράτη, τον μεγάλο γιατρό τής αρχαιότητας. επίρρ... ιπποκρατείως (Α), με αναφορά στον Ιπποκράτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Ἱπποκράτης] …   Dictionary of Greek

  • ἱπποκρατείων — ἱπποκράτειος fem gen pl ἱπποκράτειος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποκρατείως — ἱπποκράτειος adverbial ἱπποκράτειος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποκράτειον — ἱπποκράτειος masc acc sg ἱπποκράτειος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποκρατείαις — ἱπποκράτειος fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποκρατείοις — ἱπποκράτειος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποκρατείου — ἱπποκράτειος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποκρατείους — ἱπποκράτειος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποκρατείῳ — ἱπποκράτειος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”